- συγκινητικός
- [сингинитикос] επ. волнующий, трогательный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
συγκινητικός — stimulative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκινητικός — ή, ό / συγκινητικός, ή, όν, ΝΑ [συγκινῶ] νεοελλ. αυτός που προκαλεί συγκίνηση, ψυχική διέγερση (α. «συγκινητικό έργο» β. «συγκινητικό ενδιαφέρον») αρχ. διεγερτικός. επίρρ... συγκινητικώς και συγκινητικά Ν με συγκινητικό τρόπο … Dictionary of Greek
συγκινητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί συγκίνηση: Η συμπεριφορά τους ήταν συγκινητική. – Δημιουργήθηκε ατμόσφαιρα συγκινητική. – Κατέβαλε συγκινητικές προσπάθειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκινητικά — συγκινητικός stimulative neut nom/voc/acc pl συγκινητικά̱ , συγκινητικός stimulative fem nom/voc/acc dual συγκινητικά̱ , συγκινητικός stimulative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
καρδιοφλόγιστος — καρδιοφλόγιστος, ον (Μ) [καρδιοφλογίζω] αυτός που φλογίζει την καρδιά, φλογερός, συγκινητικός … Dictionary of Greek
ρομαντικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κίνηση ή στην τεχνοτροπία τού ρομαντισμού (α. «ρομαντικός ποιητής» β. «ρομαντική σχολή» γ. «ρομαντικοί ήρωες» δ. «ρομαντική μυθιστοριογραφία») 2. μτφ. (για πρόσ.) α) συναισθηματικός, νοσταλγός… … Dictionary of Greek
συγκινητικότητα — η, Ν [συγκινητικός] η ιδιότητα τού ατόμου να συγκινείται, η οποία εκδηλώνεται με ψυχικά, αλλά και σωματικά, κυρίως νευροφυτικά, φαινόμενα … Dictionary of Greek
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
Ροστάν, Εντμόν — (Rostand, Μασσαλία 1868 – Παρίσι 1918). Γάλλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο με ένα βοντβίλ: Το κόκκινο γάντι (1888), που το ακολούθησαν πολλές έμμετρες κωμωδίες (Η μακρινή πριγκίπισσα, 1895, η… … Dictionary of Greek